χρηματολογώ

χρηματολογώ
χρηματολογῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
1. εισπράττω χρήματα με εξαναγκασμό
2. πλουτίζω με αθέμιτα μέσα
αρχ.
συγκεντρώνω χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -λογώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρηματολογία — η, Ν 1. είσπραξη χρημάτων με εξαναγκασμό 2. ως κύριο όν. Χρηματολογία αναγκαστικό δάνειο που επιβλήθηκε το 1822 από την Πελοποννησιακή Γερουσία για τη χρηματοδότηση τού απελευθερωτικού Αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”